Είμαι φαίνεται και στο φαγητό των άκρων: απολαμβάνω την εντελώς προφανή απόλαυση του πληθωρικού street food εξίσου με μια fine dining εμπειρία, χωρίς καθόλου να κομπλάρομαι από τις ενοχές στην πρώτη περίπτωση ή από την περιπλοκότητα των πιάτων στη δεύτερη.
Αυτό που δεν μπορώ είναι οτιδήποτε ενδιάμεσα: τα αδιάφορα, τα άτολμα, τα παράτολμα, τα ξαναζεσταμένα, τις «συμπαθητικές προσπάθειες», τα υλικά που επιλέχτηκαν με κριτήριο την τιμή κι όχι με κίνητρο τη λαχτάρα…
Σκέφτομαι, λοιπόν, ότι ένα εστιατόριο (ή μια καντίνα, for all I care) είναι πάντα όπως ακριβώς κι ο μάγειρας: είτε ο ξύπνιος που μαθηματικά συνταιριάζει τις γεύσεις, είτε ο γενναιόδωρος με τον πλούτο που βάζει σε κάθε συνταγή, είτε ένας παραμυθάς με χιούμορ, που μπορεί από ένα πιάτο να σου εμπνεύσει δεκάδες ιστορίες, αναμνήσεις & συναισθήματα είτε αντίθετα ο άσχετος, ο τυχάρπαστος, ο αλήτης (με τις τιμές), ο εγωιστής άνθρωπος που δεν θέλω να με σερβίρει ούτε ψωμί με λάδι. (συνεχίζεται παρακάτω…)
Ο δίκαια πολυβραβευμένος σεφ Λευτέρης Λαζάρου εννοείται ότι ανήκει στην πρώτη κατηγορία, αφού & νόστιμα & πρωτότυπα & μετρημένα & ώρες ώρες μαγικά είναι τα πιάτα του, μικρές γευστικές ανατάσεις πάνω από την καθημερινότητα του «τι τρώμε σήμερα;«.
Πριν λίγες μέρες είχα την τύχη να δοκιμάσω μερικά πιάτα από το νέο μενού του Varoulko Seaside (βλ. φωτογραφίες & λεζάντες) & ήταν ό,τι καλύτερο μου συνέβη εκείνη τη βδομάδα. Και οι τιμές δίκαιες -οικονομικές θα έλεγα αν δεν δεσμευόμουν από την αυτολογοκρισία της «οικονομικής κρίσης».
Στο πλάι του σπουδαίου σεφ & ο επίσης ταλαντούχος Γιάννης Παρίκος, που κάτι φρέσκο κατάλαβα στον ουρανίσκο ότι χάρισε κι αυτός στα νέα πιάτα, ενώ τα γλυκά υπογράφει ο Θοδωρής Μωυσίδης, ο οποίος και μόνο που κατάφερε να μη με απογοητεύσει (όπως μου συμβαίνει συνήθως σε σπουδαία εστιατόρια με μέτρια & άνοστα επιδόρπια) αξίζει ένα μπράβο, από αυτά που δίνω με όλη την ψυχή μου -όχι τα άλλα…