5 λόγοι που έφυγα στη μέση από ΤΟ ΣΩΣΕ (και σώθηκα…)

Το φιάσκο φάνηκε από νωρίς. Το κακό με τη «μοντερνιά» είναι ότι σπάνια πετυχαίνει. Τις περισσότερες φορές εκθέτει.

ΤΟ ΣΩΣΕ στη Στέγη

Είχε διαφημιστεί απεριόριστα & δαπανηρά  (μέχρι και street party έγινε για χάρη της), όμως η παράσταση ΤΟ ΣΩΣΕ, με την οποία ξεκίνησε το φετινό της πρόγραμμα η Στέγη του ιδρύματος Ωνάση, μου φάνηκε τόσο βασανιστικά κενή & βαρετή, που μπροστά στον κίνδυνο να πάθω καμία ψυχοσωματική λιποθυμία, έφυγα στη μέση -κάτι που ορκίζομαι δεν συνηθίζω.

Μαθαίνω επίσης από τα μηνύματα που μου στείλατε, αφού μας είδατε να φεύγουμε με την παρέα μου πριν ο πετεινός λαλήσει τρεις φορές, ότι κι εσείς που καθίσατε μέχρι τέλους, δεινοπαθώντας από τη χειμαρρώδη φλυαρία για τις «σαρδέλες»,  το μετανιώσατε πικρά, παρόλο που επιβραβεύσατε τους ηθοποιούς με χειροκρότημα-ελεημοσύνη μετά από το τόσο κουραστικό & χωρίς λόγο ανέβα-κατέβα & μπες-βγες.

Για μένα το φιάσκο φάνηκε από νωρίς. Και εξηγούμαι σε 5 (μακροσκελείς) προτάσεις:

Α) Το έργο, γραμμένο το 1982, είναι μια καθαρή φάρσα. Γεμάτη gang που στερούνται IQ. Και με πλοκή που μπροστά της το «Ξύλο Βγήκε απ’ τον Παράδεισο» μοιάζει με το «Αιώνια Λιακάδα Ενός Καθαρού Μυαλού». Ο μόνος τρόπος να δικαιολογηθεί η σπατάλη χρόνου για ένα τέτοιο έργο & να έχει κάποιο νόημα όλο αυτό το χαοτικό τίποτα (και) για τον θεατή που δεν συχνάζει στο Δελφινάριο είναι οι ρόλοι να διανεμηθούν σε ηθοποιούς με μοναδικό φιζίκ & μεγαλειώδες κωμικό ταλέντο, καρικατούρες σαν τον Μουστάκα, τη Βλαχοπούλου, τον Τσιβιλίκα ή τον Στάθη Ψάλτη, με τους οποίους ξεκαρδιζόσουν άμα τη εμφανίσει στο σανίδι, χωρίς να περιμένεις από το καημένο το έργο να τους καταστήσει αστείους.

Όμως εδώ, οι κατά τα άλλα καλοί (άλλα άσχετοι με το είδος) ηθοποιοί του ΣΩΣΕ, δεν μπόρεσαν να κάνουν το άλμα από το Αμόρε & τον Καραθάνο στο Δελφινάριο & στον Δαλιανίδη, χωρίς να γκρεμοτσακιστούν σε αβυσσαλέα πλήξη & σκηνική μοναξιά. Κρίμα, ειδικά για την Έμιλυ Κολιανδρή, ένα από τα μεγαλύτερά μας ταλέντα.

Β) Δεν αναφέρω τυχαία παραπάνω το 1982, τον Τσιβιλίκα & τον Ψάλτη. Το ΣΩΣΕ είναι φάρσα επιπέδου βιντεοκασέτας. Τότε γελάγαμε με αυτά. Τώρα μας φαίνεται τραγικό που γελάγαμε με αυτά.

Γ) Φυσικά & αντιλαμβάνομαι πως η παρωχημένη ευφυΐα του έργου βρίσκεται στο εύρημα ότι  η actual παράσταση & οι πρόβες μπλέκονται μπροστά στα μάτια του θεατή. Όμως αυτό ήταν έξυπνο & πρωτότυπο για το 1982, τριανταέξι χρόνια πριν. Τελευταία φορά που τσέκαρα, προσγειώνονται διαστημόπλοια στη σκηνή, βγαίνουν από μέσα κάτι μπλε ανθρωπάκια & κανείς δεν κάνει «γουάου«. Τα έχουμε δει όλα. Οπότε αυτό που βαριόμαστε περισσότερο είναι να θεωρεί καποιος ότι δεν τα έχουμε δει.

Δ) Τον σκηνοθέτη Έκτορα Λυγίζο (διάβασε ΕΔΩ τον διθύραμβο που είχα γράψει για εκείνον με αφορμή την προηγούμενη παράστασή του στη Στέγη) πολύ τον συμπαθώ με αυτά που λέει στις συνεντεύξεις, αλλά seriously, μετά από 5 χρόνια απουσίας απ’τη θεατρική Αθήνα, τον έπνιγε η καλλιτεχνική ανάγκη ν’ ανεβάσει μια ’80s φάρσα; Όλος ο σύγχρονος προβληματισμός, αυτό που γίνεται τώρα της πουτάνας παγκόσμια με δεκάδες ζητήματα επίκαιρα, δεν τον άγγιξε καθόλου εκεί πάνω στο κάστρο της χιψτεριάς να δώσει τα λεφτά του σκηνικού & της διαφήμισης για να αγοράσει τα δικαιώματα ενός έργου πιο σημερινού; Ένα έργο να μας αφορά, τελος πάντων, αντί να μας φορεθεί;

Ε) Φαντάζομαι ότι αυτό που τον ξεγέλασε & τον παρέσυρε στην επιλογή του συγκεκριμένου έργου ήταν οι φρενήρεις ρυθμοί του, κάτι που είχε χειριστεί εξαιρετικά, παράγοντας άφθονο γέλιο, στο προηγούμενο Room Service. Όμως, πέντε χρόνια αγρανάπαυσης του σκηνοθέτη & στο μυαλό του δεν βλάστησε καμιά άλλη σκηνική ιδέα πέρα από τις ίδιες πόρτες να ανοιγοκλείνουν με θόρυβο;

Κι αν αυτό που τον καύλωσε ήταν ότι θα μπορούσε να πάρει ένα γρήγορο, πλην «ντεμοντέ», έργο & να το κάνει φρέσκο, με σκηνικά & κοστούμια σαν (παλιό) show της Prada, συγγνώμη αλλά κατά τη γνώμη μου απέτυχε, αφού οι χαρακτήρες του ΣΩΣΕ ήταν απαραίτητο να ντυθούν από την αρχή όλα τα κλισέ του κόσμου για να ξεχωρίζουν ο ένας από τον άλλο μέσα στον ορυμαγδό της κουταμάρας τους. Κι όχι να γίνουν ένα σύνολο από φαντεζί αμοιβάδες, ικανό για φωτογραφίες, όχι όμως για θέατρο.

Αυτό είναι, βέβαια, και το κακό με τη «μοντερνιά». Σπάνια πετυχαίνει. Τις περισσότερες φορές εκθέτει.