Τα σύγχρονα ζαχαροπλαστεία δίνουν επιβεβαίωση στο Εγώ (το δικό μας, το δικό τους). Τα παλιακά όμως είναι χάδι σπάνιο.
Αν με ρωτούσες από πού να φέρεις γλυκά το βράδυ, θα σου ζητούσα απ’ τα πρώτα, γιατί τα μετράνε όλα σε ζυγαριά ακριβείας: από τη σοκολάτα Λατινικής Αμερικής μέχρι το βάρος του χαρτιού στο περιτύλιγμα. Κι εγώ, με ξέρεις, είμαι άνθρωπος που δεν συγχωρώ το λάθος.
Αν πάλι μ’εβαζες να διαλέξω ποια θέλω να μείνουν ανοιχτά στον αιώνα τον άπαντα, θα σου έλεγα περιέργως τα δεύτερα. Γιατί θεωρώ πιο σημαντικό να διατηρήσουμε τις καβάντζες της μνήμης, τα δικά μας τα σιροπιαστά (που τα εχθρεύονται οι ουουουου patissiers) και τα κεράσματα σε χρυσό, παλ ροζ & φυστικί αλουμινόχαρτο, παρά τα μακαρόν και τις paris brest, που είναι γευστικά μνημεία της Γαλλίας κι εμείς έχουμε τόση συναισθηματική σύνδεση μαζί τους όσο και οι Λονδρέζοι με τα Μάρμαρα του Παρθενώνα.
Στο ζαχαροπλαστείο Πετέκ της 3ης Σεπτεμβρίου (τι γειτονιά κι αυτή, τι κτιριακός πλούτος -μια μέρα τα τεράστια διαμερίσματα εδώ, με τα παρκέ ψαροκόκαλο και τα πανύψηλα ταβάνια, θα πουλιούνται όσο 10 στρέμματα στην Εκάλη), τα πάντα μοιάζουν να έχουν μείνει λίγο-πολύ τα ίδια από το 1964 που ο ιδρυτής του, ο συγχωρεμένος κυρ Γιάννης, ήρθε διωγμένος απ’την Πόλη.
Κι έχει κι άλλης εποχής κουλτούρα…Κατέβηκα απ’το ποδήλατο εκεί απέξω κι έτρεξε η κοπέλα να μου πάρει παραγγελία στο πεζοδρόμιο, μη τυχόν και το αφήσω ξεκλείδωτο. Έμπαιναν οι γείτονες και ήξερε τι τραβάει η καρδιά τους πριν ανοίξουν το στόμα τους. «Έχουμε και instagram!» μου φώναξε η πονηρή ενώ έφευγα & αφού με είχε κεράσει δυο μπακλαβαδάκια με σοκολάτα. «Καλά που μου το πες κολλητή»!