Τελικά ο Τσαρούχης δεν παλιώνει ποτέ μέσα μου.
Κάθε φορά που θα έρθω κοντά σε ένα σπουδαίο & γνήσιο έργο του (όχι βέβαια στα ναυτάκια-μαϊμούδες που κρέμονται, στόλος ολόκληρος, σε κοσμικά σαλόνια), όταν διαβάζω τα βιβλία του (από τα πιο συναρπαστικά δείγματα νεοελληνικής γραφής -όχι τίποτα μετεμφυλιακά αριστερά φύκια…) ή πετυχαίνω την ασκητική του φιγούρα με το σεξοπονηρό βλέμμα σε αφιερώματα & ντοκιμαντέρ, τότε θυμάμαι εκ νέου πως είναι μακράν ο πιο διαχρονικός & επιδραστικός νέο-Έλληνας ζωγράφος, παρόλο που θα έπρεπε να είχε φθαρεί και να έχει γίνει μπανάλ κλισέ από την υπερ-χρήση.
Είναι μάλλον που πρώτος αυτός αναγνώρισε, απεικόνισε κι ανέδειξε κάποια βασικά συστατικά -περήφανα ή ντροπιαστικά- του συλλογικού μας DNA. Και δεν μπορούμε να απαλλαγούμε από αυτά, όσο in touch κι αν έρθουμε με την κυρίαρχη cool καλιφορνέζικη αισθητική, τον βορειοευρωπαϊκό κυνισμό, την ασιατική ζεν φιλοσοφία ή δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο ζηλεύουμε από μιμητισμό.
Το 2017 ζούμε ακόμη λίγο ή πολύ στη χώρα του Τσαρούχη, το ίδιο σχεδόν συμπλεγματικοί urban επαρχιώτες, μελαγχολικοί & ευαίσθητοι κλαρινογαμπροί, επαμφοτερίζοντες ανάμεσα σε ανατολή & δύση, αριστερά & δεξιά, διεθνισμό & εθνικισμό, ορθοδοξία & αρχαίο μύθο, πλούτο & ανέχεια, μεγαλείο & μιζέρια, επιδειξιμανείς στον τσάμικο & τσακισμένοι στον ζεϊμπέκικο…
*Η έκθεση «Γιάννης Τσαρούχης – Εικονογράφηση μιας αυτοβιογραφίας. Δεύτερο Μέρος (1940-1989)» στο Μουσείο Μπενάκη της οδού Πειραιώς τελειώνει στις 26 Φεβρουαρίου. Μην τη χάσετε!