Άνοιξε επιτέλους κι ευτυχώς μετά από 20 χρόνια το ΕΜΣΤ (Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης), το οποίο παρά τις πολύ καλές του στιγμές που το κάνουν must-visit (τον γιγάντιο Κουνέλλη της φωτογραφίας πάνω, τους καθρέφτες του Λουκά Σαμαρά, τις φωτεινές Χρύσες, που τις έβαλαν και λάθος -πιο καλά στον σταθμό Ευαγγελισμό) και τους εντυπωσιακούς εκθεσιακούς χώρους (μην κρίνεις από την όψη προς Καλλιρόης -σαν Τεχνικό Λύκειο στο Αιγάλεω- το υπόλοιπο μουσείο είναι άψογο), οφείλει «κατ’εμέ», που έλεγε κι ο Ντάνος, να αλλάξει τη μόνιμη έκθεση ASAP γιατί:
Α) Κάλλιστα θα μπορούσε να λέγεται και ΜΟΥΣΕΙΟ ΤΗΣ ΘΛΙΨΗΣ με εντελώς μονόπλευρη, μαύρη σαν καλιακούδα, προσέγγιση στη σύγχρονη παραγωγή Τέχνης. Πουθενά χρώμα, μόνο γκρι (αλήθεια!), πόνος, ξεριζωμός, πόλεμος, πολιτική τέχνη επιπέδου ΣΥΡΙΖΑ (by the way κι ένα πολιτικό έργο της Δανάης Στράτου-Βαρουφάκαινας), Παλαιστίνιοι, Ισραηλινοί για τους Παλαιστίνιους, η Βαρουφάκαινα για τους Παλαιστίνιους. Αυτό δεν είναι μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, το Τσερνόμπιλ με λίγο λωρίδα της Γάζας είναι…
Β) Εμείς που παρακολουθούσαμε τις αγορές που έκανε τόσα χρόνια το μουσείο γνωρίζουμε ότι έχει πολύ καλύτερα (αληθινά σημερινά και κυρίως… έγχρωμα) έργα στις αποθήκες του. Ας τα βγάλει έξω γιατί αλλιώς ο κόσμος θα του ρίξει μαύρη πέτρα και μαύρη ντομάτα. Και είναι κρίμα.
Γ) Πολλά βίντεο, πολλή video art. Όταν όλος ο υπόλοιπος πλανήτης την εγκαταλείπει για να επιστρέψει στη ζωγραφική & στη γλυπτική.
Δ) Κανείς δεν παίρνει ευθύνη γι’αυτό που βλέπουμε τώρα, αφού το μουσείο ουσιαστικά έχει μείνει (πάλι) χωρίς έναν εμπνευσμένο διευθυντή. Η εκθεσιακή μελέτη είναι η παλιά, η οποία απ’ότι καταλαβαίνω από το εκθεσιακό αποτέλεσμα και πολύ πονεμένη είναι και θυμωμένη που τόσα χρόνια δεν άνοιγε το ΦΙΞ και pr ενέχει, τοποθετώντας πολλά μέτρα συρματόπλεγμα, ένα υπερτιμημένο ξύλινο καράβι και κάτι παλιοσίδερα σε τρεις μεγάλες αίθουσες του μουσείου.
Και μη μου αντιτείνετε ως επιχείρημα την εγνωσμένη σπουδαιότητα καλλιτεχνών σαν τη Μόνα Χάτουμ ή τον Ιλία Καμπάκοφ. Γιατί θα σας πω κι εγώ ότι κάποτε ήταν ο Φοίβος του «Στην Αυλή Του Παραδείσου». Τώρα δεν είναι πια.