Ήθελα να βάψω το σπίτι σε αυτό ακριβώς το γκρι χρώμα της φωτογραφίας καμιά δεκαριά χρόνια τώρα, αλλά το comfort zone (να μην ξεβολευτώ με τις εργασίες, άσε με στην ησυχία μου, πού να μπλέκω τώρα) είναι πολύ άτιμο πράγμα: η ζωή ξοδεύεται καθόλου πανηγυρικά και τελικά δεν έχεις κάνει μέχρι τώρα παρά ελάχιστα απ’ όσα θα ήθελες, απ’ όσα σε διαπερνούν σαν ηλεκτρικά κύματα χαράς όταν τα οραματίζεσαι, αλλά γρήγορα γειώνονται από ένα αλεξικέραυνο τεμπελιάς, μηδενισμού και φόβου.
Και δεν μιλάω φυσικά πια για τα χρώματα στους τοίχους, αλλά για τη δουλειά που πηγαίνεις κάθε πρωί χωρίς να θυμάσαι πώς και γιατί βρέθηκες εσύ εδώ, αφού γι’αλλού ξεκίνησες. Για τις τοξικές σχέσεις που διατηρείς για να μη μείνεις μόνος. Για τα ταξίδια που δεν ταξιδεύεις γιατί τα υποβιβάζεις σε ταλαιπωρία. Και για τους έρωτες που δεν ξεκινάς για να μην μπεις κάποτε στον κόπο και στο δράμα να χωρίσεις.
Δίνοντας σήμα, στον εαυτό σου πρώτα (self-signaling) και ύστερα στους άλλους, για το ποιος τελικά είσαι: αυτός ο άνθρωπος ο ακλόνητος σαν βράχος, ο άψυχος σαν βράχος, που του παίρνει εκατομμύρια χρόνια αντίστασης στους αέρηδες της αλλαγής για να τριφτεί σε λίγη γκρίζα άμμο. Ω τι επίτευγμα!
Ευτυχώς εγώ τελευταία συνειδητά δουλεύω ν’αλλάξω, να μη φοβάμαι ν’αλλάζω, να αλλάζω έτσι χάρη γούστου κάθε τόσο.
Η ευελιξία, η προσαρμοστικότητα, η εξέλιξη, θα προσέθετα η τόλμη, είναι από τα πιο βασικά skills της εποχής που κάνει update τόσο γρήγορα όσο ένα news feed σε ταχύτητες 5G.
Μια μέρα πριν μπουν τα μαστόρια να βάψουν μέσα στον περασμένο Αύγουστο, μου είπαν «τι πας να κάνεις; Θα σου μαυρίσει με τις στάχτες της φωτιάς -άστο για αργότερα». Όμως, δεν πιάνουν πια αυτά τα κόλπα σε μένα…
Όλα όσα θέλω ή τώρα ή ποτέ. Πλέον πιο πιθανό το πρώτο.